-
1 μικιχιζόμενος
A boy under age, IG5(1).285, al.; ἀπὸ μικιχιζομένων μέχρι μελλειρονείας ib.296: [full] μικιζόμενος is expld. as a male child in his third year, Λέξεις Ἡροδότου in Stein Hdt. ii p.465 (Berol. 1871).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικιχιζόμενος
-
2 σπάδιξ
A bough or branch torn off, esp. palmbranch or frond,= βάϊς (cf.σπάθη 7
),σ. φοίνικος Porph.Abst.4.7
: abs., Plu.2.724a: pl. in Lat. spadica (Amm.Marc.24.3.12); applied to other plants, e.g. ; ποΐσω ἀργυρέ[α]ν ς. Supp.Epigr. 4.61 (Centuripae, i (?) A.D., but perh. in signf.11).2 as Adj., palm-coloured, i.e. bay, only Lat. spadix, Verg.G.3.82, Gell.2.26.9.II a stringed instrument like the lyre, with high notes, Nicom. Harm.4, Poll.4.59; condemned by Quintilian as effeminate, Inst.1.10.31.III rind stripped from the root of the πρῖνος, Λέξεις Ἡροδότου in Stein Herodotus ii p.469 (Berol. 1871), cf. Hsch. s.v. σπᾶ. -
3 ῥωβίδας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥωβίδας
-
4 ῥωβίδας
Grammatical information: m.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation after the patronymica in - ίδας (Schwyzer 509); further uneplained. After Baunack Phil. 70, 367 to be changed into βωβίδας (= βωϜίδας), from βῶς = βοῦς; not convincing.Page in Frisk: 2,667Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥωβίδας
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… … Dictionary of Greek